- ἰσοπαλεῖς
- ἰσοπαλήςequal in the strugglemasc/fem acc plἰσοπαλήςequal in the strugglemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοπαλής — ἰσοπαλής, ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, άλιδος (Α) 1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος («μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.) 2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῡμεν», Θουκ.). επίρρ... ἰσοπαλῶς (Α) με… … Dictionary of Greek